- ἀκροτόμῳ
- ἀκρότομοςcut off sharpmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροτομώ — ἀκροτομῶ ( έω) (Α) [*ἀκροτόμος] 1. κόβω τα άκρα, ακρωτηριάζω 2. (για θερισμό) κορφολογώ, κλαδεύω … Dictionary of Greek